"Η ζωή μου αρχίζει μες τα χέρια σου
ήμουνα αγέννητη ως τα χτες
πάρε με αγόρι μου στα χέρια σου
πάρε με και κάνε με ότι θες"
Το χαρακτηριστικό αυτό τραγούδι σηματοδοτεί τα σαράντα χρόνια της Τζένης που μετά από δύο χρόνια πένθους για τον σύζυγό της γνωρίζει τον έρωτα και γοητεύεται κάτω από τις αξεπέραστες μουσικές του δοξαριού ενός βιρτουόζου του βιολιού του Τάκη. Ο Τάκης πιέζει τις χορδές της καρδιάς της και κινεί το δοξάρι πάνω στις χορδές του έρωτα σαν «χελιδονάκι» στο μπαλκόνι της.
Σε μια κοινωνία της δεκαετίας του ‘70 που ο συντηρητισμός αποτελεί σημαία της, τα καθώς πρέπει και τα comme il faut, τα συνοικέσια, η θέση της οικογένειας, η αστική τάξη, η μεγαλοαστική, οι εφοπλιστές με τα χαρακτηρίστηκα τους ονόματα (Τζώρτζης) δεν συγκινούν την Τζένη που αντιστέκεται στα αδέλφια της (Ορέστης και Αιμιλία), εκμυστηρεύεται τον έρωτα της στη φίλη της (Καίτη) που προσπαθεί να καλύψει τις «ατασθαλίες» της. Η αντικομφορμίστρια Τζένη ζει τον έρωτα της. Θεωρεί τον εαυτό της ευτυχισμένο και ευλογημένο για το συναίσθημα που βιώνει στα σαράντα της χρόνια γιατί αν «σ’ αρνηθώ αγάπη μου κακό μεγάλο να βρω», «επειδή του αγοριού απέναντι» του Τάκη εν προκειμένω, που εργάζεται ως βιολιστής – βιοπαλαιστής τους έφερε η μοίρα κοντά, πολύ κοντά.
Γι αυτό λοιπόν «επαναστατικά» και μόνο αποφάσισε να σπαταλήσει τη ζωή της ψάχνοντας την αγάπη μέσα από τον έρωτα σε όλα τα σωστά μέρη κι ανάμεσα στα σωστά άτομα γιατί «η ζωή αρχίζει στα σαράντα», πρόθυμη να αλλάξει, να ανατρέψει την προκαθορισμένη πορεία της ζωής της και τονίζοντας το «έτσι είμαι εγώ».
Έχει όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει κανείς σε αυτή τη ζωή για να δώσει μια καλή μάχη ενάντια στο κατεστημένο, με αποφασιστικότητα, χιούμορ, ρομαντισμό, συναίσθημα και αγάπη!